- μήτις
- Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο, εξαναγκάζοντάς τον έτσι να ξεράσει τα παιδιά που είχε καταπιεί. Όταν ο Ουρανός και η Γη αποκάλυψαν στον Δία ότι το πρώτο παιδί που θα κάνει με τη Μ. θα είναι κόρη και το δεύτερο γιος, ο οποίος θα τον εκθρονίσει, εκείνος κατάπιε τη σύζυγό του, που εκείνη την εποχή κυοφορούσε την Αθηνά. Παρόλα αυτά, το έμβρυο εξακολούθησε να αναπτύσσεται μέσα στο σώμα του θεού και, όταν συμπληρώθηκε ο κύκλος της κύησης, γεννήθηκε από το κεφάλι του η Αθηνά, η θεά της σοφίας.
* * *(I)μῆτις, -ιος και, αττ. γεν., -ιδος, ἡ (Α)1. φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα, ικανότητα κάποιου να συμβουλεύει2. ικανότητα ποιητή3. πανουργία4. συμβουλή, γνώμη, σχέδιο, επιχείρηση5. ως κύριο όν. Μῆτιςη πρώτη σύζυγος τού Διός, η οποία ήταν μητέρα τής Αθηνάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μῆ-τις ανάγεται σε ΙΕ τ. *mē-ti- «μέτρο, εξυπνάδα» < ΙΕ ρίζα *mē- /mә1 «μετρώ, ορίζω». Πρόκειται για ουσ. που αρχικά δήλωνε την ενέργεια τού ρήματος (πρβλ. επίθημα -τι-ς, που δεν συριστικοποιήθηκε λόγω τής αρχαϊκότητας τής λ.) και έχει λάβει τη σημ. «τής πρακτικής νοημοσύνης, τής πανουργίας». Η λ. αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. māti- «μέτρο, ακριβής γνώση», αγγλοσαξ. mœd «μέτρο» και συνδέεται με το λατ. mētior «μετρώ και με αρχ. ινδ. māti, mi-mā-ti «μετρώ». Επίσης συνδέεται με τα γοτθ. mēl «χρόνος», αρχ. άνω γερμ. māl «στιγμή», αρχ. σλαβ. měra «μέτρο» και με τους τ. μέτρον*, μήτρα (ΙΙ)* «κτηματολόγιο» και τα ρήματα μέδω* / μήδομαι*].————————(II)μήτις, -ι και μή τις, μή τι (Α)1. κανένας, ούτε ένας2. (το ουδ.) μήτι(ως επίρρ.) α) (συν. για να εκφράσει ευχή ή και μετά από ρήματα που εκφράζουν φόβο) μη τυχόν, μη καθόλου (α. «ὄλοιντο - μή τι πάντες οἱ κακοί», Σοφ.β. «δείδω μή τι πάθησιν ἐνὶ Τρώεσσι μονωθείς», Ομ. Ιλ.)β) (συν. σε ευθεία ή πλάγια ερώτηση) μήπως κατά κάποιον τρόπο, μη ίσως («μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλήν», ΚΔ)3. φρ. «μή τι γε» — πολύ λιγότερο («οὐδὲ στρατιώτης οὗτός γε οὐδενός ἐστιν ἄξιος, μή τι γε τῶν ἄλλων ἡγεμών», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μή + τίς (πρβλ. ού-τις)].
Dictionary of Greek. 2013.